empequeñecerse - ορισμός. Τι είναι το empequeñecerse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι empequeñecerse - ορισμός


empequeñecer      
verbo trans.
Minorar una cosa hacerla más pequeña, o amenguar su importancia. Se utiliza también como intransitivo y como verbo pronominal.
empequeñecido      
empequeñecido, -a Participio adjetivo de "empequeñecer[se]".
empequeñecer      
empequeñecer
1 intr. y prnl. Hacerse una cosa más pequeña. *Disminuir, empequeñecerse.
2 tr. Hacer más pequeña una cosa. Achicar[se], achiquitarse, acortar[se], acorzar, alcorzar, contraerse, embeber[se], *encoger[se], *estrechar[se], menguar, mermar[se], meter, parvificar, quitar, reducir[se], resisar, sisar, disminuir de tamaño. *Disminuir.
3 Quitar importancia o valor a una cosa o una persona al hablar de ellas. *Disminuir. prnl. Perder importancia o valor una cosa.
4 tr. Hacer una cosa, con su propio tamaño, importancia, valor, etc., que otra, en comparación, parezca menos grande, importante, etc., de lo que realmente es. *Deslucir, *oscurecer.
5 Hacer que alguien se sienta él mismo poca cosa. *Achicar. prnl. Sentirse una persona inferior o poca cosa en una situación.
. Conjug. como "agradecer".
Τι είναι empequeñecer - ορισμός